Βίος τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἱλαρίωνος ἐπισκόπου Μογλενῶν
Ὁ ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Ἱλαρίων ἔλαμψε στὸ νοητὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας τὸν 12ο αἰ. μ.Χ. Οἱ γονεῖς του ἦταν ταπεινοὶ καὶ θεοφοβούμενοι. Εἶχαν ἐπιμεληθεῖ ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ περνοῦσαν τὶς ἡμέρες τους μέσα στὴν προσευχή. Τὸ μόνο λυπηρὸ γεγονὸς ποὺ συσκίαζε τὴν εἰρηνικὴ ζωή τους ἦταν ἡ ἀτεκνία τους. Ἡ μητέρα του προσευχόταν συνεχῶς, γιὰ νὰ ἀποκτήσει υἱὸ καὶ ἀπευθυνόταν κυρίως στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ποὺ εἶναι τῶν θλιβομένων ἡ χαρά. Ὡς ἀποτέλεσμα, κάποια νύκτα τῆς φανερώθηκε στὸν ὕπνο ἡ Παναγία καὶ τῆς ἀνήγγειλε ὅτι εἰσακούσθηκαν οἱ προσευχές της καὶ ὅτι θὰ ἀποκτήσει υἱὸ καὶ αὐτὸς θὰ μεταστρέψει πολλοὺς ἀπὸ τὴν πλάνη στὸ φῶς τῆς θεογνωσίας. Πράγματι, μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, κατὰ τὴν πρόρρηση τῆς Θεομήτορος, ἡ γυναίκα συνέλαβε καὶ γέννησε υἱό, τὸν ὁποῖο ὀνόμασε Ἱλαρίωνα.
Ὁ ἅγιος ἀπὸ νηπιακῆς ἡλικίας εἶχε πάνω του πλούσια τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ σὲ ἡλικία τριῶν χρόνων καὶ ἐνῶ ἀκόμη συλλάβιζε, ἔψαλλε τὸν τρισάγιο ἀγγελικὸ ὕμνο.
Ὅταν συμπλήρωσε τὰ δεκαοκτώ του χρόνια, ἄφησε τοὺς γονεῖς του καὶ τὸν κόσμο καὶ προτίμησε τὸν μοναχικὸ βίο. Μετέβη σὲ κάποιο μοναστῆρι τῆς περιοχῆς του καὶ ἐκάρη μοναχός. Ὡς μοναχὸς ἐκτελοῦσε πρόθυμα κάθε ὑπηρεσία καὶ ἀποστολή του, ἐνῶ συγχρόνως ζοῦσε μὲ μεγάλη ἄσκηση, ὥστε νὰ ὑπερηφανεύονται καὶ νὰ μιλοῦν γι' αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ τοῦ μοναστηριοῦ. Ὅταν πέρασε ἀρκετὸς καιρὸς καὶ ὁ ἡγούμενος κατάλαβε τὴν σύντομη ἔξοδό του πρὸς τὸν Κύριο, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ συγκεντρωθοῦν ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ τοῦ μοναστηριοῦ καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς διδάσκει καὶ νὰ τοὺς ἀφήνει τὶς τελευταῖες του ὑποθῆκες. Τὸ σπουδαιότερο ποὺ ἔκανε ἦταν νὰ ἀφήσει τὴν γεροντία τοῦ μοναστηριοῦ στὸν ὅσιο Ἱλαρίωνα. Ἔτσι, μετὰ παρέλευση λίγου χρόνου, ὁ μὲν ἡγούμενος παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο, ὁ δὲ ὅσιος Ἱλαρίων τὸν διαδέχθηκε στὴν ἡγουμενία καὶ δὲν ἀναδείχθηκε ἁπλῶς κληρονόμος τοῦ γέροντός του, ἀλλὰ καὶ συνεχιστής του στὴν ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς, στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν προσευχή. Φρόντιζε νὰ διαφυλάττει καλὰ τὸ ποίμνιο ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεὸς καὶ ὁ γέροντάς του.
Σὲ αὐτὴ τὴν προσπάθειά του τὸν βοηθοῦσε πολὺ καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, τὸ ὁποῖο εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Κύριο. Κάποια χρονιά, ποὺ ὁλόκληρη ἡ περιοχὴ μαστιζόταν ἀπὸ πεῖνα καὶ παρετηρεῖτο ἔλλειψη σίτου, οἱ ἀδελφοὶ τοῦ μοναστηριοῦ, ὅπως ὅλος ὁ κόσμος, βρίσκονταν σὲ μεγάλη στενοχώρια καὶ ὑπέφεραν πολύ. Τότε ὁ μακάριος Ἱλαρίων παραδόθηκε ὁλόκληρος στὴν προσευχὴ καὶ μὲ δάκρυα γονατιστὸς ἱκέτευε τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ νὰ τοὺς βοηθήσει. Πράγματι ὁ Θεός, ποὺ εἰσακούει τὶς προσευχὲς αὐτῶν ποὺ τὸν φοβοῦνται καὶ πραγματοποιεῖ τὸ θέλημά τους, θαυματουργικὰ γέμισε τὶς ἀποθῆκες τοῦ μοναστηριοῦ μὲ σιτάρι, καὶ ἐκεῖνο τὸ σύννεφο τῆς θλίψεως ποὺ εἶχε καταλάβει τοὺς ἀδελφούς, γρήγορα διαλύθηκε. Ὄχι μόνο τοὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς χόρτασε, ἀλλὰ σὰν ἄλλος Ἰωσὴφ «ἤνοιξε τὰς ἀποθήκας καὶ ἐπώλει τοῖς Αἰγυπτίοις» (Γέν. 41,56). Ὅλοι ὅσοι ἀπὸ κάθε τόπο προσέτρεχαν ἐκεῖ πιεζόμενοι ἀπὸ τὴν πεῖνα, ἔφευγαν πίσω στὰ σπίτια τους χορτασμένοι ψυχικῶς καὶ σωματικῶς. Ἐξαιτίας αὐτοῦ καὶ πολλῶν ἄλλων θαυμάτων ἡ φήμη του διαδόθηκε παντοῦ σὲ ὅλα τὰ μέρη καὶ δὲν ὑπῆρχε τόπος ποὺ νὰ μὴν ἀκούσθηκε τὸ καλὸ ἄγγελμα γιὰ τοὺς ἄθλους καὶ τὰ κατορθώματά του. Πολλοὶ ἐγκατέλειπαν τὸν κόσμο καὶ γίνονταν μοναχοὶ παίρνοντας τὸ ἅγιο σχῆμα ἀπὸ τὰ χέρια του. Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Ἱλαρίων ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τῶν Πατέρων τὸν μὲν ἑαυτό του ἔβαζε πιὸ κάτω ἀπὸ ὅλους, ἐνῶ τὰ κατορθώματά του τὰ ἀπέδιδε στὸν Θεό. Πάντοτε ἔλεγε: «Μὴ ἡμῖν, Κύριε, μὴ ἡμῖν, ἀλλ' ἢ τῷ ὀνόματί σου δὸς δόξαν» (Ψ. 113,9).
Ὅπως ἐμφανίσθηκε ἡ Θεοτόκος στὴν μητέρα του καὶ τῆς ἀνήγγειλε τὴν γέννησή του, ἔτσι ἐμφανίσθηκε καὶ στὸν μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀχρίδος Εὐστάθιο καὶ τοῦ εἶπε τὰ ἑξῆς: «Μὴ τὸ κρατᾶς μακριὰ τὸ λυχνάρι, Ἀρχιεπίσκοπε, ἀλλὰ τοποθέτησε τὸ φῶς στὸ λυχνάρι. Τὸ λέγω αὐτὸ γιὰ τὸν Ἱλαρίωνα, τὸν Γέροντα τοῦ Κοινοβίου, τὸν ὁποῖο παίρνοντας τοποθέτησέ τον ὡς ποιμενάρχη τοῦ λαοῦ τῶν Μογλενῶν, γιατὶ αὐτὸς πολλοὺς θὰ ἐπαναφέρει ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ θὰ τοὺς φωτίσει μὲ τὸ φῶς τῆς θεογνωσίας». Τὴν ἴδια νύκτα καὶ ὁ ὅσιος Ἱλαρίων ἐπίσης μὲ ἕνα θεόσταλτο ὅραμα ἔλαβε τὴν πληροφορία ὅτι εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ γίνει ἐπίσκοπος.
Δὲν πέρασαν πολλὲς ἡμέρες καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Εὐστάθιος προσκάλεσε τὸν ἅγιο Ἱλαρίωνα καὶ τὸν χειροτόνησε Ἐπίσκοπο Μογλενῶν, ποὺ εἶναι πόλη τῆς Μακεδονίας[1]. Ὡς ἐπίσκοπος ὁ ἅγιος Ἱλαρίων δίδασκε πατρικὰ τοὺς πιστοὺς νὰ κρατοῦν ἀνόθευτη τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, νὰ ἐφαρμόζουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, νὰ ἀκολουθοῦν μόνον ἐκείνους ποὺ διδάσκουν Ὀρθόδοξα, νὰ ἀποφεύγουν κάθε αἵρεση, τὶς κενοδοξίες καὶ ματαιότητές τους. Ἐπίσης τοὺς δίδαξε νὰ προστρέχουν στὴν Συνοδικὴ Καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ νὰ ἀποφεύγουν κάθε ἄνθρωπο ποὺ δὲν βαδίζει ὀρθά. Νὰ πιστεύουν στὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, στερεωμένοι πάνω στὴν πέτρα τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸν ζωοδότη Σταυρό Του, ποὺ θὰ τὸν χρησιμοποιοῦν σὰν ὅπλο στοὺς ἀοράτους ἐχθρούς. Ἀκόμη νὰ τιμοῦν τὰ λείψανα τῶν ἁγίων, ἀφοῦ οἱ ἅγιοι εἶναι φίλοι τοῦ Θεοῦ καὶ εὑρίσκονται κοντά Του. Νὰ κρατοῦν ὅλες τὶς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἀποκόψουν ἀπὸ τὴν κοινωνία τους ὅλους τοὺς αἱρετικούς, ὅπως τὸν Ἄρειο, Εὐνόμιο, Σαβέλιο καὶ τὸν Μακεδόνιο, Ἀπολλινάριο, Ὠριγένη κ.λπ. Ἀκούγοντας αὐτὰ οἱ πιστοὶ δόξαζαν τὸν Θεό, ποὺ τοὺς δώρισε τέτοιο ποιμενάρχη καὶ διδάσκαλο. Ἀντίθετα οἱ αἱρετικοί, ἐπειδὴ ἔβλεπαν αὐτά, φθονοῦσαν καὶ ὀργίζονταν καὶ ἀπομακρύνονταν.
Ἡ περιοχὴ ποὺ ἀρχιεράτευε ὁ ὅσιος Ἱλαρίων δυστυχῶς ἦταν γεμάτη ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ ἀκολουθοῦσαν τοὺς μονοφυσίτες Ἀρμενίους καὶ Βογομίλους. Οἱ αἱρετικοὶ αὐτοὶ προσπάθησαν σὰν ἄγρια θηρία νὰ κατασπαράξουν τὸ ποίμνιο καὶ νὰ ἐμπλέξουν τὸν Ἅγιο καὶ τοὺς πιστοὺς σὲ διάφορες ὀλέθριες παγίδες καὶ συκοφαντίες. Ὁ Ἱλαρίων βλέποντας τὴν ἀσταμάτητη αὐτὴ κακία καθημερινῶς νὰ μεγαλώνει στενοχωριόταν καὶ θλιβόταν καὶ ὡς ποιμενάρχης ἀνύστακτος ποὺ ἦταν, ἔκανε θερμὴ προσευχὴ στὸν Παντοδύναμο Θεὸ νὰ κλείσει τὰ ἀπερίφρακτα στόματα τῶν αἱρετικῶν. Παράλληλα συγκρατοῦσε τοὺς πιστοὺς μὲ διάφορες διδασκαλίες στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Τὰ ζιζάνια τῶν Βογομίλων εἶχαν ἐξαπλωθεῖ στὸν ὀρθόδοξο ἀγρό του. Καὶ δὲν πήγαινε χαμένος ὁ κόπος τοῦ ἐργατικοῦ ποιμένος. Ἡμέρα μὲ τὴν ἡμέρα αὐξανόταν ὁ ἀριθμὸς ἐκείνων ποὺ ἀπαρνοῦνταν τὶς πλάνες τῶν Βογομίλων καὶ ἐπέστρεφαν στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία.
Τὰ κατορθώματα τοῦ ἁγίου καὶ τὴν θαυμαστή του ἐπίδραση στοὺς αἱρετικοὺς πληροφορήθηκε καὶ ὁ αὐτοκράτορας Μανουὴλ Κομνηνός, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔστειλε ἐπιστολὴ καὶ τοῦ ἔλεγε νὰ ξεκαθαρίσει ἀπὸ τὴν αἵρεση τῶν Βογομίλων τὸ χριστιανικὸ ποίμνιο. Πολλοὶ αἱρετικοὶ πῆραν μέρος στὴν σύναξη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ συγκατατέθηκαν νὰ λάβουν τὸ ἅγιο Βάπτισμα ἀποτασσόμενοι τελικὰ τὴν αἵρεσή τους. Ἔτσι πολλαπλασιάσθηκε τὸ Ὀρθόδοξο ποίμνιο καὶ μειώθηκε αἰσθητὰ ἡ αἱρετικὴ παρασυναγωγή.
Ὁ μακάριος Ἱλαρίων θέλοντας νὰ βοηθήσει οὐσιαστικὰ τὴν περιοχὴ ποὺ μαστιζόταν ἀπὸ τοὺς Βογομίλους, ἵδρυσε μονὴ στὸ ὄνομα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Ἔκτισε μιὰ θαυμάσια ἐκκλησία, ποὺ προκαλοῦσε τὸν θαυμασμὸ τῶν ἀνθρώπων καὶ τοὺς παρακινοῦσε νὰ δοξολογήσουν τὸν Θεό. Σ' αὐτὸ τὸ μοναστήρι κοινοβίασαν πλῆθος μοναχῶν, τοὺς ὁποίους ἐπισκεπτόταν, κατηχοῦσε καὶ δίδασκε.
Τὸ ὑπόλοιπο διάστημα τῆς ζωῆς του ἦταν εἰρηνικό. Ὁ ἅγιος σὰν νὰ ἦταν ἕνα κατάφορτο δένδρο ἔτρεφε μὲ τὴν διδασκαλία καὶ τὸ παράδειγμά του ὅλους τοὺς εὐσεβεῖς κατοίκους τῶν Μογλενῶν καὶ ἰδιαίτερα ἐκείνους ποὺ προηγουμένως ἦταν αἱρετικοὶ καὶ μεταστράφηκαν στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἀφοῦ πέρασε πολὺς καιρός, προεῖδε τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, συγκάλεσε τοὺς μοναχοὺς τοῦ μοναστηριοῦ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες πνευματικὲς ὑποθῆκες του καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.
Ενταφιάσθηκε στὸ μοναστήρι, τὸ ὁποῖο εἶχε ὁ ἴδιος ἱδρύσει στὰ Μογλενά. Ἐκεῖ ἀκόμη καὶ μετὰ τὸν θάνατό του ἔκανε ἐμφανῆ τὴν παρουσία του καὶ φρόντιζε γιὰ τὴν πνευματικὴ πορεία τῶν μοναχῶν. Ἀκόμη ὁ τάφος του, ποὺ περιεῖχε τὰ ἱερὰ λείψανά του, θεράπευε πολλὲς ἀσθένειες τῶν προσερχομένων στὴν μονὴ καὶ ἐκζητούντων τὴν βοήθειά του. Ἀργότερα μὲ αὐτοκρατορικὴ διαταγὴ ἀνοίχτηκε ὁ τάφος καὶ ἀποκαλύφθηκαν τὰ πάντιμα λείψανα τοῦ ἁγίου καὶ μάλιστα φανερώθηκε τὸ σημεῖο νὰ ἐκβλυστάνουν μῦρα οἱ κόγχες τῶν ὀφθαλμῶν του. Τὸ ἅγιο καὶ εὐωδιαστὸ μῦρο ἔτρεχε σὰν ποτάμι ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ ὁσίου Ἱλαρίωνος.
Τὰ λείψανά του εἶχαν μιὰ ἀξιοπρόσεκτη περιπλάνηση. Μεταφέρθηκαν ἀπὸ τὸν Βούλγαρο τσάρο Ἰωάννη Ἀσάνη στὸ Τύρνοβο στὸν ναὸ τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα περὶ τὸ 1204 ἢ λίγο ἀργότερα. Μετέπειτα περιφρονήθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ στὸ τέλος μεταφέρθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου τιμᾶται κάθε χρόνο στὶς 21 Ὀκτωβρίου. Τὴν σημερινὴ ἀκολουθία του τὴν συνέθεσε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Ἰωήλ.
[1]. Ἡ ἀρχαιολόγος Δ. Εὐγενίδου στὴν ἐργασία της «Τὸ κάστρο τῆς Χρυσῆς καὶ τὸ θέμα τῶν Μογλενῶν», Θεσσαλονίκη 1986 (ἀνάτυπο ἀπὸ τὸν τιμητικὸ τόμο γιὰ τὸν καθηγητὴ Μ. Ἀνδρόνικο), σ. 333, σημειώνει πὼς «ἡ φυσικὴ περιοχὴ τῶν Μογλενῶν ἐντοπίζεται στὸν χῶρο ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ τὸ βουνὸ Πάϊκο στὴν ΝΑ πλευρά, τὸν Βόρα (Καϊμακτσαλὰν) στὴν ΒΔ πλευρά. Ἕνας χῶρος ποὺ καλύπτει 30.000 ἐκτάρια πεδινὰ καὶ εὔφορα. Ἐπίσης ἀναφέρει πὼς ἡ ἐπισκοπὴ τῶν Μογλενῶν εἶναι μιὰ ἐπισκοπὴ ποὺ ὑπάρχει τοὐλάχιστον ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 10ου αἰῶνος. Ἐλέγχει μιὰ μεγάλη περιοχὴ καὶ εὑρίσκεται σὲ ἀρκετὰ ὑψηλὴ θέση στὴν τάξη τῶν θρόνων τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Ἀχρίδος. Π.χ. τὸν 12ο αἰῶνα ἀναφέρεται στὴν θ΄ σειρά (ὅπ.π.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου